Εναρκτήρια Ομιλία Πατριάρχου

Ὁμιλία

τῆς Α.Θ.Παναγιότητος

τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

κ. κ. Βαρθολομαίου

εἰς τό ἐπετειακόν Συνέδριον

«Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Τριάντα χρόνια διακονίας»

(Θεσσαλονίκη, 26 Μαΐου 2022)

* * *

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κύριε Ἱερώνυμε,

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,

 Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ,

Ἐξοχώτατε κύριε Περιφερειάρχα,

Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε,

Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,

Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,

Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί καί Σύνεδροι,

Ἀγαπητοί φοιτηταί, ἀγαπηταί φοιτήτριαι,

Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,    

Χριστός Ἀνέστη!

          Εἰς μίαν ἐπετειακήν ἐκδήλωσιν, ἀφιερωμένην εἰς τό ταπεινόν ἡμῶν πρόσωπον, εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἡ ὁμιλία μας πρέπει νά εἶναι ἐν πρώτοις λόγος εὐχαριστίας.

          Θερμῶς εὐχαριστοῦμεν τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Ἀριστοτε-λείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί τό Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν διά τήν ὀργάνωσιν τοῦ παρόντος διεθνοῦς ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου ἐπί τῇ συμπληρώσει, κατά τό παρελθόν ἔτος, τριακονταετίας ἀπό τῆς ἐκλογῆς τῆς ἡμῶν Μετριότητος εἰς τόν Ἀποστολικόν, Πατριαρχικόν καί Οἰκουμενικόν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Θεωροῦμεν ἰδιαιτέρως σημαντικόν τό γεγονός ὅτι ἡ ἐκδήλωσις αὐτή γίνεται ἀφορμή διά νά ἀναδειχθῇ ὁ ρόλος καί ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Ἐπαναλαμβάνομεν, ὡς ἐξ ἄλλου πράττομεν εἰς κάθε παρομοίαν περίπτωσιν, ὅτι ἡ τιμή πρός ἡμᾶς, καί διά τῆς διοργανώσεως τοῦ διεθνοῦς τούτου συνεδρίου, διαβαίνει ἐπί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τόν ὕπατον θεσμόν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ μακρά ἱστορική διαδρομή τοῦ ὁποίου εἶναι μαρτυρία διακονίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, κατά τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζομεν τούς λόγους τοῦ μακα-ριστοῦ Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου κατά τήν ἀναγόρευσίν του ἐνταῦθα εἰς Ἐπίτιμον Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς Θεολο-γίας (15 Μαρτίου 1984): «Κάθε ἐνέργεια πού τείνει νά μειώσει τό κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἀποτελεῖ τραῦμα εἰς τό σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ τό Πατριαρχεῖον «συνθέτει τήν πνευματική ἰδιοτυπία, τήν ἱστορική φυσιογνωμία καί τήν ῾εἰδοποιό διαφορά᾿ τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στόν διαχριστιανικό κόσμο».

          Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀνέκαθεν ἐθεώρει, ὅτι εἰς τά συγγράμματα τῶν Πατέρων «τά τῆς πίστεως ἡμῶν δόγματα καί ἠθικά διδάγματα τήν ἀρίστην καί τελείαν αὐτῶν εὗρον ἑρμηνείαν καί ἔκφρασιν», προέβη τό ἔτος 1965 εἰς τήν
Ἵδρυσιν τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, μέ ἕδραν τήν Ἱεράν Πατριαρχικήν καί Σταυροπηγιακήν Μονήν τῶν Βλατάδων, εἰς τήν Ἀκρόπολιν τῆς Θεσσαλονίκης, μέ σκοπόν τήν συστηματικήν μελέτην τῶν ἔργων τῶν Πατέρων καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Εἶναι εὐρέως καί εὐφήμως γνωστή ἡ μεγάλη προσφορά καί αἱ πολυσχιδεῖς δραστηριότητες τοῦ Ἱδρύματος αὐτοῦ, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ καύχημα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

          Τό Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν συμβολίζει τήν «δημιουργικήν ἐπιστροφήν εἰς τούς Πατέρας», ἡ ὁποία ἔδωκε νέαν πνοήν καί σημαντικάς ὠθήσεις εἰς τήν σύγχρονον Ὀρθόδοξον θεολογίαν. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων δέν εἶναι στροφή εἰς τό παρελθόν, ἀφοῦ αὐτοί ἀνήκουν διαχρονικῶς εἰς τόν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου ζωής καί ταυτότητός μας. Ἡ διδασκαλία των ἀποτελεῖ, ὅπως ἔγραφεν ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «μία μόνιμη λογική κατηγορία τῆς Χριστιανικῆς πίστεως». Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ἐν τῇ συναφείᾳ ταύτῃ καί ἡ ἄποψις τοῦ τότε καθηγητοῦ Joseph Ratzinger, καί μετέπειτα Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ’, διατυπωθεῖσα εἰς ἄρθρον του εἰς τό Α’ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Κληρονομία τό ἔτος 1969, ὅτι «ἡ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ποτέ δέν προσεπάθησε νά εἶναι κάτι διαφορετικόν ἀπό Πατερική θεολογία». Αὐτός ὁ τρόπος τοῦ θεολογεῖν δέν ὑπῆρξεν ἕν «ἐπεισόδιον» εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλη-σίας, ἀλλά ἀποτελεῖ διαχρονικήν ἀξίαν καί πολύτιμον πνευματικήν παρακαταθήκην.

          Πρόκειται περί μιᾶς θεολογίας, ἡ ὁποία τρέφεται ἀπό τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τό δόγμα καί τό κήρυγμα, ἀπό τήν λειτουργικήν ζωήν καί τήν ἀσκητικήν πεῖραν, ἀπό τήν προσευχήν καί τήν ἁγιότητα, ἀπό τά φιλάνθρωπα ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς διακονίας, ἀπό τήν μαρτυρίαν ἐν τῷ κόσμῳ καί τήν προσδοκίαν τῆς τελειώσεως τῶν πάντων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Ἐσχάτων, ἀπό τό μέγα μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Χαρακτηρίζεται ἀπό τήν «διπλῆν ἀναφοράν» εἰς τήν σωστικήν ἀλήθειαν τῆς πίστεως καί εἰς τόν ἄνθρωπον ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ πολιτισμοῦ του. Καί ἡ συνάντησις τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν Ἑλληνικήν φιλοσοφίαν δέν ἦτο θεωρητική ὑπόθεσις, ἀλλά εἶχεν ὑπαρξιακόν καί σωτηριολογικόν προσανατολισμόν.

          Ἡ ἐνασχόλησις μέ τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν παράγει συντηρητισμόν, ἀνιστορικάς προσεγγίσεις καί ἀπόρριψιν τοῦ διαλό-γου μέ τόν σύγχρονον κόσμον. Ὅσοι ἡμέτεροι καί ξένοι εἶδον τήν μελέτην τῆς Πατερικῆς σκέψεως ὡς ἄγονον προσκόλλησιν εἰς παρῳχημένα θεολογικά πρότυπα, ὡς ἐγκαύχησιν ἐπί τῇ δόξῃ τῶν μεγάλων Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀκόμη ὡς ἰδεολογικόν ὅπλον κατά τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων, δέν κατενόησαν τό πνεῦμα καί τόν δυναμισμόν της.

          Πολλά ὀφείλει ἡ σύγχρονος Ὀρθόδοξος θεολογία, καί πρω-τίστως ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καί εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, εἰς τήν «μοναδικότητα τοῦ Ἁγιορειτισμοῦ» (Ὀ. Ἐλύτης). Ὁ μοναχισμός, ὅπως ἔχει προσφυῶς γραφῆ, «δέν εἶναι κίνημα παρά τήν Ἐκκλησία ἤ πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά σάρκα ἀπό τή σάρκα της καί καύχημά της». Ὁ μοναχικός βίος εἶναι ἀσκητική ὑπακοῆς εἰς τήν καθολικήν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τήν κατεύθυνσίν της πρός τήν ἐρχομένην Βασιλείαν, μετοχή εἰς τόν «κοινόν» τρόπον ὑπάρξεως καί ὄχι χῶρος καί εὐκαιρία ἀτομικῶν ἀσκητικῶν κατορθωμάτων. Ὑπενθυμίζει εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὅτι εἰς τήν πορείαν της ἐν τῇ ἱστορίᾳ «ὀφείλει νά πληρώνει τό ῾τίμημα τῆς ἐσχατολογίας᾿» καί νά λειτουργεῖ ὡς ἀνάχωμα εἰς τάς τάσεις ἐκκοσμικεύσεως τῆς ζωῆς της.

          Οἱ σύγχρονοι καιροί ἔχουν ἀνάγκην θεολογικῆς μαρτυρίας, ἡ ὁποία δέν στενεύει τόν νοῦν καί τήν καρδίαν, ἀλλά ἀνοίγει τούς ὁρίζοντας. Ὅπως ἔχει γραφῆ, «ἡ θεολογία δέν μπορεῖ νά ἐπικοινω-νήσει μέ τούς ἀνθρώπους κραυγάζοντας συνθήματα οἱασδήποτε μορφῆς». Ὁ λόγος της «πρέπει νά ἀγγίζει τίς ὑπαρξιακές χορδές τοῦ ἀνθρώπου» (Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Συνέντευξη, στό ἔργο: 2000 χρόνια μετά, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σ. 424-430, ἐδῶ σ. 426). Εἶναι βέβαιον, ὅτι τό καθῆκον τοῦ θεολόγου εἶναι πολύπλοπον καί ἀπαιτητικόν. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην ἀπό «δεκαθλητάς» θεολό-γους, ἀνθρώπους μέ κατάρτισιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τήν Ἐκκλησίαν οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά ἐκφράζουν τάς σωτηριώδεις ἀληθείας τῆς χριστιανικῆς πίστεως μέ τήν γλῶσσαν κάθε συγκεκριμένης ἐποχῆς. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ὁ θεράπων τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστήμης εἶναι πάντοτε παραδοσιακός καί σύγχρονος, ἤ ἄλλως, ἐπειδή εἶναι παραδοσιακός εἶναι καί σύγχρονος.

          Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία δίδει ἐν τῷ παρόντι τήν φιλόθεον καί φιλάνθρωπον μαρτυρίαν αὐτῆς ἔναντι τῶν μεγάλων συγχρόνων προκλήσεων, τεχνολογικῶν, οἰκονομικῶν, περι-βαλλοντικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν, πολιτισμικῶν, ἠθικῶν καί θρησκευτικῶν, καί τῶν συναφῶν ἀπειλῶν τῆς ἱερότητος καί τῆς ὡραιότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Προβάλλει ἔναντι τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ τήν κοινότητα καί τήν σχέσιν, ἀπέναντι εἰς τήν μαζοποίησιν καί τήν μετατροπήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς μετρήσιμον μέγεθος καί ἀντικαταστατόν ἀντικείμενον, τήν ἐλευθερίαν, τήν μοναδικότητα καί ἀπόλυτον ἀξίαν τοῦ κάθε ἀνθρώπου. ὑπογραμμίζει τήν εἰρηνοποιητικήν ἰσχύν  καί τήν εἰρηνευτικήν ἀποστολήν τῆς θρησκείας καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου.

          Δι᾿ ἡμᾶς, εἶναι ἀδιανόητον νά ὁμιλῶμεν περί πίστεως καί θρησκείας καί νά μή ἀναφερθῶμεν εἰς τόν ρόλον τῶν θρησκειῶν διά τήν ἐπίτευξιν καί διατήρησιν τῆς εἰρήνης. Ἀποτελεῖ πλάνην νά πιστεύωμεν, ὅτι ἡ κοινωνική συνοχή, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀλληλεγγύη εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθοῦν διά μέσου τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς οἰκονομικῆς ἀλληλεξαρτήσεως, τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἤ τοῦ διαδικτύου καί τῆς ψηφιακῆς ἐπικοινωνίας.

Εἰς τήν γνησίαν θρησκευτικήν πίστιν ὑπάρχουν τά κίνητρα διά συμβολήν ὄχι μόνον εἰς τήν ἐσωτερικήν, πνευματικήν εἰρήνην, ἀλλά καί διά τήν ἐξωτερικήν εἰρήνην καί τήν ὑπέρβασιν τῆς ἐπιθετικό-τητος καί τῆς βίας εἰς τήν κοινωνίαν. Οὕτω, καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσεύχεται ἀδιαλείπτως ὑπέρ τῆς εἰρήνης τῆς «ὑπερεχούσης πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’, 7), ἀλλά καί ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ ὁποία συνδέεται ἀρρήκτως μέ τήν δικαιοσύνην. Ἡ εἰρηνοποιητική δρᾶσις τῶν θρησκειῶν συναρτᾶται σήμερον μέ τήν εἰρήνην τῶν ἰδίων τῶν θρησκειῶν μεταξύ των, μέ τόν διάλογον τῶν θρησκειῶν καί τήν συνεργασίαν των ἐπ᾿ ἀγαθῷ τοῦ ἀνθρώπου. Διακονοῦμεν τόν διάλογον τοῦτον, καί ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι συμβάλλομεν εἰς τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐμπιστοσύνης εἰς τήν δύναμιν καί τήν ἀποτελεσματικότατα τοῦ διαλόγου γενικώτερον, ἀλλά καί εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ ἀντιδιαλογικοῦ θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ, αὐτῆς τῆς «νοσηρᾶς θρησκευτικότητος», ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ τό μῖσος καί τήν βίαν.

          Ἡ λεγομένη σύγχρονος «ἐπιστροφή τοῦ Θεοῦ» καί τό ἀναμ-φισβήτητον γεγονός ὅτι ὁ πλουραλισμός τῶν θρησκειῶν ἀποτελεῖ, ὁμοῦ μετά τῆς ἐκκοσμικεύσεως, σημαντικωτάτην πρόκλησιν διά τήν Ἐκκλησίαν, καλοῦν τήν θεολογίαν νά τοποθετηθῇ ἐπί τοῦ προκειμένου, ἐπί τῇ βάσει τῶν κεντρικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν καί παραδο-χῶν. Ὀρθῶς ἔχει γραφῆ, ὅτι ἡ τοποθέτησις αὐτή ὀφείλει νά στηρί-ζεται εἰς δύο βασικούς θεολογικούς πυλῶνας: Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρ τῆς σωτηριώδους βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. β’, 4). Ὁ δεύτερος πυλών εἶναι ἡ πίστις εἰς τόν Χριστόν ὡς τόν μόνον Σωτῆρα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία̇ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’, 12).

Εἶναι γεγονός ὅτι σήμερον ζῶμεν ἐντόνως τήν πρόκλησιν τῆς διαφορετικότητος. Πάντοτε ὑπῆρχον διαφορετικοί πολιτισμοί, ἀλλά εἰς τήν ἐποχήν μας τονίζεται μέ μεγαλυτέραν ἔμφασιν ἡ ἰδιοπροσωπία των. Τό γεγονός τοῦτο θέτει ἡμᾶς ἐνώπιον τοῦ καθήκοντος τῆς δημιουργικῆς συναντήσεως μέ τό διαφορετικόν, ἀλλά καί τῆς συνεπεστέρας γνώσεως καί καλλιεργείας τοῦ ἰδικοῦ μας πολιτισμοῦ.

Σαφῶς, ὁ σεβασμός τοῦ «δικαιώματος εἰς τήν διαφοράν» εἶναι σπουδαία κατάκτησις εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ πολιτισμοῦ. «Δικαίωμα εἰς τήν διαφοράν» δέν σημαίνει αὐτομάτως φετιχοποίησιν τῆς διαφορᾶς. Ἡ διαφορετικότης δέν ἐπικαλύπτει τάς κοινάς ἀξίας τῶν θρησκειῶν καί τῶν πολιτισμῶν. Ὀφείλομεν νά ἀναπτύξωμεν μίαν «θεολογίαν τῆς διαφορᾶς», ἐν συναρτήσει μέ μίαν «θεολογίαν τῆς παγκοσμιότητος». Δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική ἐπιλογή ἀπέναντι εἰς τήν διαπολιτισμικότητα, τόν διάλογον καί τήν εἰρηνικήν συμβίωσιν. Μόνον ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου δύναται νά ἀναπτυχθῇ καί ἡ ἰδιαιτέρα ταυτότης τοῦ κάθε πολιτισμοῦ, ὄχι ὡς φοβική κλειστότης, ἀλλά ὡς ἀνοικτή ἰδιοπροσωπία.

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἱστορικόν μέγεθος, δέν ὑπάρχει «χωρίς συγκεκριμένη πολιτισμική σάρκα». Αὐτή ἡ σάρκωσις τοῦ Εὐαγγελίου ποτέ δέν ὑπῆρξεν εὔκολος ὑπόθεσις καί, προφανέστατα, δέν εἶναι καί σήμερον. Ἡ θεολογία, ἐάν θέλῃ νά παραμείνῃ ὁ σιδηροῦς βραχίων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν συνάντησιν μέ τόν κόσμον, ὀφείλει νά γνωρίζῃ καί νά ἀξιοποιῇ τάς θετικάς δυνατότητας καί τά πολιτισμικά ἐργαλεῖα τῆς ἐποχῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εὑρίσκεται σήμερον ἀπέναντι εἰς ἕνα κόσμον πλήρη συγχύσεων καί ἀνατροπῶν, εἶναι ἀντιμέτωπη μέ τάσεις καί ἐξελίξεις, πολλαί ἀπό τάς ὁποίας φαλκιδεύουν τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί καταστρέ-φουν τόν «οἶκον» τοῦ ἀνθρώπου, τό φυσικόν περιβάλλον. Καί σήμερον, εἶναι ἀναγκαῖος ὁ διάλογος μέ τόν κόσμον, διαφορετικόν ἀπό  ὅ,τι εἰς ἄλλας ἐποχάς, πάντως μέ κόσμον, ἐντός τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ζῇ καί κινεῖται, ἀλλά δέν ταυτίζεται μέ αὐτόν οὔτε τόν ἀγνοεῖ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «κόσμος τοῦ κόσμου», μεταμορφωτική δύναμις διά τόν κόσμον καί ὄχι «ἀντικόσμος».

Ποτέ ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία δέν ἐβίωσαν τοιαύτην ἀκμήν ὅσον σήμερον. Εἶναι ἀδιανόητον νά ἀγνοήσωμεν αὐτάς τάς μεγάλας δυνάμεις τῆς ἐποχῆς μας, αἱ ὁποῖαι ἀλλάζουν τήν ζωήν μας, τάς κοινωνίας, τήν ἐπικοινωνίαν, τό ἠθικόν μας αἰσθητήριον, καί πορεύονται πρός τόν πλήρη ἔλεγχον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Οὐδεμία γενεά Χριστιανῶν ἀντιμετώπισε τόσον μεγάλην πρόκλησιν ἐκ τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ὅσον ἡ παροῦσα.

Δέν πρέπει νά λησμονῶμεν, ἐπίσης, ὅτι καί εἰς τόν χῶρον τῆς πολιτικῆς δημιουργοῦνται νέαι ἐπικίνδυνοι πολώσεις, ἐνῷ, παραλ-λήλως, ἡ παντοκρατορία τῆς οἰκονομίας καί τῶν ἀρχῶν της, ἡ λατρεία τῶν ποσοτικῶν κριτηρίων, τῶν ἀριθμῶν καί τῆς προτεραιότητος τοῦ κέρδους, παρά τά κινήματα ἀμφισβητήσεώς των, παραμένουν ἀκλόνητοι.

Καί εἰς τό παρόν, μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ διάσπασις τῆς χριστια-νοσύνης, ἡ ἀνθρωπολογική καί ἠθική σύγχυσις διά τά οὐσιώδη τοῦ βίου μεταξύ τῶν συγχρόνων Χριστιανῶν καί τό πῶς αὐτά θά ὑπερβαθοῦν. Ἅπαντες ἔχομεν χρέος νά ἀγωνιζώμεθα εἰς τόν στίβον τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου. Εἰς τήν νέαν γενεάν ἀνήκει ἡ εὐθύνη νά συνεχίσῃ τάς προσπαθείας τῶν παλαιοτέρων καί να δικαιώσῃ τά ὁράματά των. Τό μέλλον ἀνήκει εἰς τήν κοινήν χριστιανικήν μαρτυρίαν.

Οἱ χριστιανοί καλούμεθα νά πορευθῶμεν ὡς σύγχρονοι ἄνθρωποι, μέ θεμέλιον τοῦ βίου καί τῶν ἐπιλογῶν μας τήν «ἀληθε-στάτην ἐλευθερίαν», ᾗ «Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. ε’, 1). Αὐτή ἡ κοινή κλῆσις μας πραγματώνεται ὡς σεβασμός καί πιστή τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐν ἑκάστῃ τῶν ὁποίων, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «μυστικῶς ἐνυπάρχει» Ἐκεῖνος. «Ὁ τοίνυν δεχόμενος θείαν ἐντολήν καί ποιῶν αὐτήν, τόν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται λόγον» (Κεφάλαια περί θεολογίας καί οἰκονομίας, 2, 70, PG 90, 1156-1157). Ἀπαιτεῖται συνεχής ἀγών διά νά διασώσωμεν τήν δωρεάν τῆς ἐλευθερίας ἀπό τούς «πειρασμούς τῶν ἐλευθεριῶν», οἱ ὁποῖοι ὡδήγησαν, ὡς ἀπεφάνθη σοφῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016), «εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» (Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, Β,3).

Ἐκλεκτοί παρόντες,

Περαίνομεν τόν λόγον, δοξάζοντες τό ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Δοτῆρος παντός ἀγαθοῦ δι᾽ ὅσα ἐπεδαψίλευσεν εἰς τόν ταπεινόν ἱκέτην Αὐτοῦ, ἐν πλήρει ἐπιγνώσει ὅτι τά πάντα ἐλάβομεν ἀπό Ἐκεῖνον, ὅτι τίποτε δέν εἶναι, εἰς τήν μακράν πορείαν μας, ἰδικόν μας κατόρθωμα. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;».

Ἐκφράζομεν ἅπαξ ἔτι τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τό παρόν διεθνές Συνέδριον ἐπί τῇ ἡμετέρᾳ ἐπετείῳ, πρός τούς ὀργανωτάς καί τούς στηρίξαντας τό ὅλον ἐγχείρημα. Εὐχαριστοῦμεν τόν τιμιώτατον ἀδελφόν ἅγιον Χαλκηδόνος διά τήν ὡραίαν ὁμιλίαν, πάντας ὑμᾶς, καί ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν προσωπικῶς, διά τήν παρουσίαν σας. Εὐχόμενοι δέ καλήν δύναμιν εἰς τούς ἐλλογιμωτάτους εἰσηγητάς καί κάθε ἐπιτυχίαν εἰς τήν διεξαγωγήν τοῦ Συνεδρίου, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ καί ἐπικα-λούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν χάριν καί τόν φωτισμόν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.